αραβοσιτάλευρο

αραβοσιτάλευρο
κ. αραποσιτάλευρο, το
αλεύρι από αραβόσιτο, καλαμποκάλευρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κόρνφλαουρ — το λεπτή λευκή σκόνη από άμυλο αραβοσίτου ή από άλλα σιτηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. corn flour «αραβοσιτάλευρο»] …   Dictionary of Greek

  • μαμαλίγκα — η 1. λαϊκό φαγητό τής Ρουμανίας και τής Βουλγαρίας που παρασκευάζεται από αραβοσιτάλευρο, νερό και χοιρινό λίπος 2. συνεκδ. χυλός, λειωμένο φαγητό, λειώμα 3. συνεκδ. τα πολύ μικρά ψάρια 4. μτφ. μικρά παιδιά, παιδομάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ.… …   Dictionary of Greek

  • μπομποτάλευρο — το αλεύρι από αραβόσιτο, αραβοσιτάλευρο, καλαμποκάλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπομπότα + αλεύρι] …   Dictionary of Greek

  • μπομπότα — η 1. αλεύρι από αραβόσιτο, αραβοσιτάλευρο, καλαμποκάλευρο 2. συνεκδ. ψωμί ή άλλο είδος ζυμαρικού ή γλύκισμα από καλαμποκάλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο βεν. *bobotta < boba] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”